Χαναναῖος — Canaanite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαναναίος — α, ο / χαναναῖος, αία, ον, ΝΑ (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Χαναναίοι οι κάτοικοι τής Χαναάν, σημιτικά φύλα που θεωρείται ότι κατάγονται από τον Χαναάν και κατοικούσαν στην Παλαιστίνη, προς τα δυτικά τού ποταμού Ιορδάνη («οἱ Χαναναῖοι τότε … Dictionary of Greek
Χαναναῖον — Χαναναῖος Canaanite masc acc sg Χαναναῖος Canaanite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαναναίων — χαναναῖος Canaanite fem gen pl χαναναῖος Canaanite masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαναναῖοι — Χαναναῖος Canaanite masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαναναίοις — χαναναῖος Canaanite masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαναναίου — χαναναῖος Canaanite masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαναναίους — χαναναῖος Canaanite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαναναίῳ — χαναναῖος Canaanite masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαναναία — Χαναναί̱ᾱ , Χαναναῖος Canaanite fem nom/voc/acc dual Χαναναί̱ᾱ , Χαναναῖος Canaanite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαναναία — χαναναίᾱ , χαναναῖος Canaanite fem nom/voc/acc dual χαναναίᾱ , χαναναῖος Canaanite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)